- ευφωνο
- güzel sesli
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
περιγέγωνα — Α (επικ. τ.) 1. φωνάζω, κραυγάζω ολόγυρα 2. (το ουδ. μτχ. ως ουσ.) περιγεγωνός το εύφωνο, το μελωδικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * γέγωνα*, παρακμ. με σημ. ενεστ. ή αορ. «κραυγάζω, φωνάζω»] … Dictionary of Greek
υποκορίζομαι — ὑποκορίζομαι ΝΜΑ, και ενεργ. ὑποκορίζω Μ (στην μσν. και ενεργ.) χρησιμοποιώ υποκοριστικές λέξεις ή φράσεις νεοελλ. καλώ κάποιον με τον υποκοριστικό τύπο τού ονόματός του μσν. αρχ. μιλώ σαν μικρό παιδί, μιμούμαι την παιδική ομιλία («βάβιον και… … Dictionary of Greek